Μια προσπαθεια να μοιραστω τις σκεψεις μου για το προβληματικο αστικο περιβαλλον που υποφερουμε στην Αθηνα και την Ελλαδα ενταγμενο στην γενικοτερη πολιτικη κατασταση. Με παραγωγικο ομως τροπο και προτασεις/παρεμβασεις.. Καλη αναγνωση..

Κυριακή, Μαρτίου 04, 2007

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΣΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΙΓΙΑΛΟ ΕΙΔΙΚΟΥ ΤΟΠΟΓΡΑΦΟΥ ΜΗΧΑΝΙΚΟΥ

ΑΙΓΙΑΛΟΣ, ΠΑΡΑΛΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΖΩΝΗ – ΧΩΡΙΚΕΣ ΖΩΝΕΣ ΥΨΗΛΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ - ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΕΞΕΛΕΓΚΤΗ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥΣ

Μία αρχική αναφορά αξίζει να αφιερωθεί στην ελληνική παράκτια ζώνη με τις ιδιομορφίες της και τα χαρακτηριστικά της. Η Ελλάδα έχει εκτεταμένη παραλιακή περίμετρο λόγω της πολύπλοκης μορφής των ακτών της και των πολυάριθμων νησιών της. Το συνολικό μήκος των ακτών της είναι περίπου 16.000 χιλιόμετρα, τιμή εντυπωσιακή για τη μικρή έκτασή της. Η Γαλλία, με έκταση 4 φορές μεγαλύτερη έχει μήκος ακτών μόνο 3.100 χιλιόμετρα. Ο προσανατολισμός των ελληνικών ακτών συμπίπτει με τον προσανατολισμό των ελληνικών ορεινών όγκων.

Το τεράστιο μήκος της ελληνικής ακτογραμμής οφείλεται κυρίως στα πολυάριθμα νησιά των οποίων οι ακτογραμμές αποτελούν περίπου το 73% της συνολικής ακτογραμμής ενώ το υπόλοιπο 27% αναφέρεται στις ακτές της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Συχνά, μάλιστα, γίνεται λόγος για ακτές ελληνικού τύπου λόγω των ιδιομορφιών τους.

Από τα 16.000 χιλιόμετρα των ελληνικών ακτογραμμών περισσότερα από 6.000 χιλιόμετρα αφορούν αμμώδεις και χαλικώδεις ακτές χαμηλών υψομέτρων που έχουν προέλθει από ιζηματογένεση κυρίως. Οι υπόλοιπες ακτές(περίπου 62,5 %) είναι βραχώδεις. Τα βασικά είδη των ελληνικών ακτών είναι τα εξής:

ü Δέλτα ποταμών

ü Λιμνοθάλασσες

ü Πεδινές ακτές

ü Θύλακες ή ακτές με κοιλότητες

ü Απόκρημνες ακτές

Έχει εκτιμηθεί ότι από το σύνολο των ακτών της ηπειρωτικής Ελλάδας το 48,04% είναι απόκρημνες ακτές, το 38,27% είναι επίπεδες πεδινές ακτές, και ακολουθούν τα δέλτα των ποταμών (6,39%), οι λιμνοθάλασσες (3,73%) και οι θύλακες (3,57%). Το μεγάλο ποσοστό των επίπεδων πεδινών ακτών του ελληνικού χώρου έχει συμβάλλει στην αυξανόμενη οικιστική και οικονομική τους ανάπτυξη. Η επιπεδότητά τους, όμως, και οι ήπιες κλίσεις τους τις καθιστούν ευάλωτες σε άνοδο της στάθμης της θάλασσας λόγω των κλιματικών αλλαγών.

Οι ακτές έχουν περιγραφεί ως οι ζώνες που αποτελούν το όριο μεταξύ της θάλασσας και των ηπειρωτικών τμημάτων. Ειδικότερα, η ξηρά από τη θάλασσα θεωρείται ότι χωρίζονται με μία γραμμή, την ακτογραμμή και δεν είναι πάντα αυστηρά καθορισμένη ενώ μεταβάλλεται από πολλούς παράγοντες όπως η διάβρωση (λόγω παράκτιων καταιγίδων, ανέμων κλπ.), οι παλίρροιες, οι κυματισμοί, τα θαλάσσια ρεύματα, διάφορες τεκτονικές διεργασίες (ανυψώσεις ή καταβυθίσεις ξηράς), η άνοδος της στάθμης της θάλασσας. Λόγω των ποικίλων αυτών μεταβαλλόμενων παραγόντων, ο διαχωρισμός ξηράς και θάλασσας δεν μπορεί να γίνεται με μία γραμμή αλλά με μία ζώνη το πλάτος της οποίας εξαρτάται από τους παραπάνω παράγοντες καθώς και από την κλίση της παράκτιας περιοχής. Για τον καθορισμό του εύρους της ελληνικής παράκτιας ζώνης έχουν χρησιμοποιηθεί τα εξής κριτήρια:

ü Η απόσταση των 10 χιλιομέτρων από την ακτογραμμή, σαν ένα ανώτατο όριο για τις πεδινές περιοχές.

ü Η πλησιέστερη προς την ακτή κορυφογραμμή, με υψόμετρο ανάμεσα στα 500 και 1000 μέτρα, ως ο παράγοντας που καθορίζει τη λεκάνη άμεσης απορροής των επιφανειακών υδάτων προς τη θάλασσα, ή αλλού, η ισοϋψής των 1000 μέτρων ως το όριο πάνω από το οποίο οι επιβλαβείς για το παράκτιο περιβάλλον ανθρώπινες δραστηριότητες είναι μηδαμινές.

ü Τα όρια των δήμων που βρίσκονται πιο κοντά στα δύο προηγούμενα όρια και διαμορφώνουν ένα συνεχές σύνολο διοικητικών μονάδων στην παράκτια ζώνη

Ένας ορισμός της ακτογραμμής είναι ότι αποτελεί τη γραμμή της μέσης στάθμης της θάλασσας σε νηνεμία.

Ο αιγιαλός ορίζεται ως η χερσαία ζώνη που περιβάλλει τη θάλασσα και βρέχεται από τα μέγιστα αλλά συνηθισμένα κύματα το χειμώνα. Το πλάτος της ζώνης του αιγιαλού, που θεωρείται δημόσιο κτήμα, εξαρτάται από την τοπογραφία της ακτής, την παλίρροια, το μήκος της προ του αιγιαλού ανοικτής θάλασσας καθώς και από την ένταση και τη διεύθυνση των ανέμων. Το πλάτος αυτό, προσδιορίζεται στην ελληνική νομοθεσία στα 10-30 μέτρα από την ακτογραμμή κατά περίπτωση ενώ θεωρητικά στη ζώνη αυτή απαγορεύεται η δόμηση. Στην περίπτωση ύπαρξης ιδιωτικών ιδιοκτησιών εντός του αιγιαλού, οι κύριοι τους δικαιούνται αποζημίωσης λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης μόνο εφόσον αποκτήθηκαν πριν από το διοικητικό καθορισμό του αιγιαλού. Η διάταξη αυτή έχει σημαντική εφαρμογή στην περίπτωση των ελληνικών ακτών καθώς από τα 16.000 χιλιόμετρα περίπου της ελληνικής ακτογραμμής μόνο στα 3.500 έχει καθοριστεί η ζώνη αιγιαλού. Με το νόμο του 2001 για τον αιγιαλό και την παραλία, έγινε το πρώτο βήμα για τη μείωση της έκτασης του αιγιαλού μέχρι το σημείο που βρέχεται από τη θάλασσα «από τις μεγαλύτερες και συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων της», αντίθετα δηλαδή με τα έως τότε από το 1940 αποδεκτά ότι ο αιγιαλός ορίζεται με βάση «τη μέγιστη ανάβαση του χειμερίου κύματος». Με το νέο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Οικονομίας, ο αιγιαλός περιορίζεται σε ζώνη ξηράς που βρέχεται από τη θάλασσα έως τα 30 μέτρα.

Ο παλαιός αιγιαλός είναι η ζώνη της ξηράς που προέκυψε από τη μετατόπιση της ακτογραμμής προς τη θάλασσας λόγω φυσικών ή τεχνητών προσχώσεων και προσδιορίζεται από τη νέα γραμμή του αιγιαλού και από το όριο του παλαιότερα υφιστάμενου αιγιαλού. Στη ζώνη αυτή αναγνωρίζονται οι ιδιοκτησίες ιδιωτών αν οι ιδιοκτήτες κατέχουν τίτλους πιστοποιημένους από το δημόσιο (παραχωρητήριο, αναδασμός, διανομή σε ακτήμονες). Η παραλία προσδιορίζεται ως η ζώνη της ξηράς που προσαυξάνει τον αιγιαλό για την εξυπηρέτηση της επικοινωνίας της ξηράς με τη θάλασσας και αντίστροφα ενώ καθορίζεται σε πλάτος μέχρι και 50 μέτρα (στις περισσότερες περιπτώσεις χαράσσεται στα 15 μέτρα στις ελληνικές ακτές) από την οριογραμμή του αιγιαλού. Στη ζώνη της παραλίας αναγνωρίζονται ιδιοκτησίες ιδιωτών αλλά θεωρείται κοινόχρηστη περιοχή και εντάσσονται σε σύστημα απαλλοτριώσεων.

Μέχρι πρότινος ο μοναδικός νόμος που αφορούσε αποκλειστικά τις ακτές ήταν ο απαρχαιωμένος ν.2344 του 1940 ενώ και ο ν.1337 του 1983 για τον χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό της χώρας είχε ορισμένες διατάξεις για τις παράκτιες ζώνες. Ο πρόσφατος νόμος για τις παράκτιες ζώνες (2001) καθορίζει τη ζώνη του αιγιαλού στα 10-30 μέτρα και την παραλία στα 10-50 μέτρα από την ακτογραμμή. Οι ρυθμίσεις αυτές χαρακτηρίζονται άτολμες καθώς το εύρος της παραλίας θα μπορούσε να αυξηθεί στα 100 m για μεγαλύτερη προστασία της ακτής. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο νόμος αυτός ήταν στα συρτάρια των κυβερνώντων από το 1986 αλλά δεν εφαρμόστηκε λόγω του αναμενόμενου κοινωνικού και πολιτικού κόστους. Γενικότερα, η οποιαδήποτε καθυστέρηση στην εφαρμογή των νόμων είχαν ως αποτέλεσμα την παγίωση των ιδιωτικών αυθαιρεσιών στον αιγιαλό και την παραλία με συνέπειες την άμετρη δόμηση και την αλλοίωση των φυσικών παράκτιων χαρακτηριστικών.

Το νέο σχέδιο νόμου περί αιγιαλού και παραλίας, που δόθηκε για δημόσια διαβούλευση, αποτελεί ένα ακόμα βήμα προς την εμπορευματοποίηση και εκχώρηση παραθαλάσσιων δημόσιων εκτάσεων σε ιδιώτες. Για την προσέλκυση, μάλιστα, της κακώς εννοούμενης ιδιωτικής πρωτοβουλίας, το σχέδιο νόμου παρέχει τη δυνατότητα στην Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου να συνάπτει με τους επενδυτές συμβάσεις μακροχρόνιας μίσθωσης μέχρι και 99 χρόνια (!), δηλαδή σύμβαση «αποικιοκρατικού» τύπου!!! Επίσης προβλέπεται η παραχώρηση τμημάτων του αιγιαλού και της παραλίας (μέχρι και έκτασης 500 τ.μ.) σε ιδιώτες για τουριστικούς σκοπούς και αναψυχή. Με τις νέες ρυθμίσεις, καταργείται το πλάτος των 50 μέτρων για τον καθορισμό της παραλίας ενώ τα όρια του αιγιαλού και της παραλίας θα κριθούν εκ νέου, που σημαίνει ότι ανοίγει ο δρόμος για κατά τόπους και κατά περίπτωση δυσμενή, κατά τα φαινόμενα, καθορισμό του αιγιαλού και της παραλίας. Ο προσδιορισμός της ζώνης αιγιαλού και παραλίας προβλέπεται ότι θα γίνεται με τη χρήση δορυφορικών εικόνων ή αεροφωτογραφιών με φωτοερμηνευτική τηλεπισκόπηση και όχι με αυτοψία όπως γίνεται μέχρι σήμερα. Οι ιδιομορφίες των ακτών επιβάλλουν την επιτόπια επίσκεψη για τον κατάλληλο προσδιορισμό των ορίων αιγιαλού και παραλίας. Αντίθετα, η απλή μελέτη και η φωτοερμηνεία εικόνων (συνήθως μικρής και χωρίς ακρίβεια χωρικής κλίμακας) με ένα βαθμό σφάλματος μειώνουν την αξιοπιστία του καθορισμού ζωνών αιγιαλού και παραλίας που πλέον θα γίνεται χονδρικά με έλλειψη ακρίβειας.

Θα ήθελα να αναφερθώ σε ορισμένες προτεινόμενες διατάξεις του νέου νομοσχεδίου που χαρακτηρίζουν την γενικότερη κατεύθυνσή του. Ειδικότερα, θα είναι δυνατή η παραχώρηση της χρήσης αιγιαλού και παραλίας για την άσκηση δραστηριοτήτων που εξυπηρετούν τους λουόμενους, πρόβλεψη που ανοίγει τον «ασκό του Αιόλου» για τη σταδιακή μεταβολή του συνταγματικά κατοχυρωμένου δημόσιου χαρακτήρα τους. Επιπλέον, προβλέπεται η χωρίς δημοπρασία απευθείας παραχώρηση της χρήσης του αιγιαλού, της παραλίας, του συνεχόμενου ή παρακείμενου θαλάσσιου χώρου και του πυθμένα για την εκτέλεση έργων γενικότερου συμφέροντος! Τι ακριβώς εννοεί ο νομοθέτης είναι απροσδιόριστο και επιδέχεται πολλών ερμηνειών…

Εκτιμάται ότι το 70% περίπου του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας κατοικεί στην παράκτια ζώνη. Οι χρήσεις γης που συναντώνται κυρίως στην ελληνική παράκτια ζώνη είναι οι εξής: κατοικία, αναψυχή και τουρισμός, βιομηχανία, εμπόριο, αλιεία και υδατοκαλλιέργειες, γεωργία και κτηνοτροφία, επικοινωνία και θαλάσσιες μεταφορές, χώροι προστασίας από τους κρατικούς φορείς (φυσικά πάρκα, υγροβιότοποι κλπ.), ειδικές χρήσεις (στρατιωτικές εγκαταστάσεις κλπ.).

Η ποικιλία χρήσεων των παράκτιων ζωνών υπογραμμίζει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα τους αλλά και τη σημασία προστασίας τους ως πολύτιμων φυσικών διαθεσίμων και ορθολογικής διαχείρισής τους λαμβάνοντας υπόψη τη σύνθετη φυσική και κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα καθώς και τις αντίρροπες δράσεις. Ιδιαίτερα, η κατοικία σε συνδυασμό με τον άκρατο μαζικό τουρισμό αποτελούν τις κυριότερες ίσως χρήσεις στην ελληνική παράκτια ζώνη συχνά σε βάρος των ακτών λόγω των οικιακών αποβλήτων και της αυθαίρετης δόμησης που αλλοιώνει το παράκτιο φυσικό περιβάλλον.

Τα προγράμματα διαχείρισης παράκτιων ζωνών πρέπει να εντάσσονται στον ευρύτερο Χωροταξικό Σχεδιασμό ώστε να μην παρουσιάζονται αντιφάσεις μεταξύ των επιμέρους σχεδίων παράκτιας προστασίας και ανάπτυξης και των ευρύτερων όρων και περιορισμών δόμησης, χρήσεων γης, χωροθέτησης δραστηριοτήτων κλπ. Η Ελλάδα στερείται μίας αξιόπιστης αυτοματοποιημένης βάσης δεδομένων γύρω από τα φυσικά της διαθέσιμα, τις επικρατούσες χρήσεις γης, το ιδιοκτησιακό καθεστώς ευαίσθητων περιοχών όπως παράκτιες ζώνες, δάση κλπ.

Λείπει από τη χώρας μας ένα ολοκληρωμένο, πολυδιάστατο, αναπτυξιακό σύστημα καταγραφής και απογραφής των φυσικών πόρων, των περιβαλλοντικών συνιστωσών, των κτηματολογικών δεδομένων κλπ. της χώρας μας. Βάσει αυτού θα μπορούσε να ασκηθεί ορθολογική διαχείριση των εθνικών πόρων στους οποίους περιλαμβάνονται οι παράκτιες ζώνες ως περιοχές υψηλής οικολογικής και αισθητικής αξίας αλλά και συγκέντρωσης πλήθους οικονομικών και άλλων δραστηριοτήτων. Η χώρα μας βρίσκεται σε φάση σύνταξης του Εθνικού της Κτηματολογίου με αρκετές δυσχέρειες, οργανωτικές ατέλειες και καθυστερήσεις. Στο πλαίσιο του Εθνικού Κτηματολογίου θα μπορούσε να υπάρξει ένα υποσύστημα καταγραφής δεδομένων που να αφορούν αποκλειστικά τις παράκτιες ζώνες με στοιχεία για το ιδιοκτησιακό καθεστώς, τις χρήσεις γης κλπ. Ίσως η πρόταση αυτή να φαντάζει ανέφικτη από οικονομικής και τεχνικής πλευράς αλλά θα μπορούσε με αυτόν τον τρόπο να προκύψει μία πρώιμη βάση δεδομένων για τις παράκτιες περιοχές της χώρας που βέβαια θα εμπλουτιζόταν με περαιτέρω δεδομένα ώστε να αυτονομηθεί τελικά.

Επιπρόσθετα, θεωρώ άμεση την ανάγκη προκαθορισμού των οριογραμμών του αιγιαλού και της παραλίας πριν από την οριστική σύνταξη του Κτηματολογίου ώστε να μην παρουσιαστούν ιδιωτικές αυθαιρεσίες και νομιμοποιηθούν επειδή ιδιώτες εκμεταλλεύτηκαν το νομοθετικό κενό. Ευρύτερα, η σύνταξη του Κτηματολογίου αλλά και των Χωροταξικών και Πολεοδομικών Σχεδίων πρέπει να έχει ως πρώτη προτεραιότητα παράκτιες περιοχές ευάλωτες σε πιέσεις όπως η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, η διάβρωση, η δόμηση, η τουριστική ανάπτυξη κλπ. καθώς και ευαίσθητα παράκτια οικοσυστήματα όπως νησιά, δέλτα και εκβολές ποταμών, υγροβιότοποι κλπ. Κρίνω εξόχως αρνητική τη «στατική» προσέγγιση των ζητημάτων του αιγιαλού και της παραλίας στους υφιστάμενους και ισχύοντες έως και σήμερα νόμους και διατάγματα για ένα τόσο δυναμικό περιβάλλον όπως οι παράκτιες περιοχές. Οι έννοιες της ανόδου της στάθμης της θάλασσας (στο πλαίσιο των παγκόσμιων κλιματικών αλλαγών και του φαινομένου του θερμοκηπίου), της παράκτιας διάβρωσης, των παράκτιων πλημμύρων κλπ. δεν έχουν ενσωματωθεί ακόμα στην ελληνική νομοθεσία.

Βασίλειος Δ. Σιαφάκας

Αγρονόμος Τοπογράφος Μηχανικός Ε.Μ.Π.